- ἀβύσσους
- ἄβυσσοςbottomlessmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός … Dictionary of Greek
προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… … Dictionary of Greek
αβυσσική πανίδα — Το σύνολο των θαλάσσιων οργανισμών που ζουν στα μεγάλα βάθη, σε περιβάλλον που δεν έχει καθόλου φως και επομένως ούτε βλάστηση. Οι προσπάθειες που επί έναν περίπου αιώνα έκαναν οι επιστήμονες για να εξερευνήσουν τις θαλάσσιες αβύσσους περίπου από … Dictionary of Greek
Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου … Dictionary of Greek
ζωοοικολογία — Συνοπτική ονομασία των γενικών αρχών που κυβερνούν το περιβάλλον και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζωικό βασίλειο. Άλλωστε, τα ζώα αντιπροσωπεύονται από περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη, ενώ τα φυτά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μαριάνες — (Marianas Islands). Αρχιπέλαγος (996 τ. χλμ.) του δυτικού Ειρηνικού ωκεανού, στη Μικρονησία. Περιλαμβάνεται μεταξύ 13° και 21° βόρειου πλάτους, και είναι ευθυγραμμισμένο, λίγο δυτικότερα, με την 145° ανατολικού μήκους. Αποτελείται από μία συστάδα … Dictionary of Greek
Μισό, Ανρί — (Henri Michaux, Ναμούρ 1899 – Παρίσι 1984). Γάλλος συγγραφέας και ζωγράφος, βελγικής καταγωγής. Το 1922, όταν άρχισε να δημοσιεύει τα έργα του, εγκατέλειψε οριστικά το Βέλγιο. Το άγχος που διακατείχε την ύπαρξή του, τα ταξίδια στην Ανατολή και… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek